ακρίς
Смотреть что такое "ακρίς" в других словарях:
άκρις — ἄκρις ( ιος), η (Α) (ποιητική λέξη συνήθως στον πληθυντικό) κορυφή όρους ή λόφου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με τη ρίζα *ακ «αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», που προέρχεται πιθ. από επιθηματική επαύξηση τής ρίζας ἄκ ρι ς. Βλ. λήμμα ακ ] … Dictionary of Greek
ακρίς — ἀκρίς ( ίδος), η (AM) βλ. ακρίδα … Dictionary of Greek
ἀκρίς — grasshopper fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκρις — ἄκρῑς , ἄκρις hill top fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ἄκρις hill top fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκρει — ἄκρις hill top fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἄκρεϊ , ἄκρις hill top fem dat sg (epic) ἄκρις hill top fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρί — ἀκρίς grasshopper fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίδα — ἀκρίς grasshopper fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίδας — ἀκρίς grasshopper fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίδες — ἀκρίς grasshopper fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίδι — ἀκρίς grasshopper fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίδος — ἀκρίς grasshopper fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)